-
1 ἐκκυβιστάω
A tumble headlong out of, ; ἐ. ὑπέρ τινος to throw a somersault over a thing, of dancers, X.Smp.2.11, cf. An.6.1.9.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐκκυβιστάω
См. также в других словарях:
εκκυβιστώ — ( άω) (Α ἐκκυβιστῶ) νεοελλ. επανέρχομαι από την κυβίστηση στην όρθια στάση αρχ. 1. πέφτω κατακέφαλα («δίφρων ἐς κρᾱτα πρὸς γῆν ἐκκυβιστώντων βίᾳ», Ευρ. Ικ.) 2. (για χορευτές) κάνω τούμπες προς τα πίσω … Dictionary of Greek